- κατελθεῖν
- κατελθεῖν s. κατέρχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατελθεῖν — κατέρχομαι go down aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)